- κατάληψη
- Μία από τις διαδοχικές φάσεις αυξανόμενης σαφήνειας, στις οποίες διακρίνουν οι κλασικοί φιλόσοφοι και ψυχολόγοι τη διαδικασία της γνώσης. Οι άλλες δύο είναι η αίσθηση και η αντίληψη. Ο Λάιμπνιτς, δημιουργός του όρου κ., ο Καντ, ο Χέρμπαρτ, ο Βουντ και ο Γιουγκ όρισαν την κ., αν και με πολλές αποχρώσεις, ως ενέργεια με την οποία o άνθρωπος πραγματοποιεί σαφή άμεση εποπτεία του εαυτού του και αφομοιώνει, μέσω των αισθήσεων, πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο.
Πιο πρόσφατα, ψυχολόγοι, μεταξύ των οποίων o Γιουγκ και ο Άντλερ, αναγνώρισαν στη διαδικασία της κ. την επίδραση ενστίκτων, ενδιαφερόντων και εμπειριών που δεν υπήρξαν ποτέ ή δεν υπάρχουν πια στη συνείδηση του ατόμου. Κατά συνέπεια, ακόμη και o υψηλότερος βαθμός γνώσης επηρεάζεται από βαθύτερες διεργασίες, των οποίων η προσωπικότητα δεν έχει συνείδηση.
Παραβάλλοντας λοιπόν τις ερμηνείες τις οποίες δίνουν διάφορα άτομα για το ίδιο ερέθισμα, ο ψυχολόγος μπορεί να προχωρήσει σε εις βάθος διάγνωση κάθε προσωπικότητας. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν εκπονηθεί πολλά ψυχολογικά τεστ, η ονομασία των οποίων ενίοτε αναφέρεται ρητά στην κ. (π.χ. το τεστ θεματικής κ. του Μάρεϊ, 1935).
* * *η (AM κατάληψις) [καταλαμβάνω]1. το να καταληφθεί, να κυριευθεί τοποθεσία, πόλη κ.λπ., κατάκτηση2. το να καταλάβει, να συλλάβει με τον νου κάποιος κάτι, η κατανόηση3. το να καταληφθεί, να πιαστεί κάποιος τη στιγμή που διαπράττει αδίκημανεοελλ.στρ. η είσοδος στο έδαφος τού αντιπάλου, μετά από μάχη ή χωρίς μάχη, η οποία αν γίνει μετά από πολιορκία χαρακτηρίζεται συν. ως άλωση ή, αν γίνει για δεύτερη φορά στην ίδια χρονική περίοδο, λέγεται ανακατάληψηαρχ.1. προσβολή, επίθεση2. κατοχή, κτήση («καταλήψεις πολέμου» — εχθρική κατοχή, Αππιανός)3. η άσκηση επιρροής σε κάποιον4. η δοκιμή τών χορδών μουσικού οργάνου με τα δάχτυλα ή με πλήκτρο για να εξακριβωθεί αν αποδίδουν τον σωστό ήχο5. ιατρ. α) η πίεση με τα δάχτυλα επιδέσμων ή εργαλείων για να συγκρατηθεί η ροή τού αίματοςβ) κράτηση, επίσχεση, η οποία προκαλείται από έμφραξη («κατάληψις ούρων, χυμών, πνεύματος» Γαλην.)γ) η καταληψία.
Dictionary of Greek. 2013.